- εννυχεύω
- ἐννυχεύω (Α) [έννυχος]1. διανυκτερεύω, κοιμάμαι κάπου2. μτφ. διαμένω, διατρίβω κάπου («Ἔρως ὅς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», Σοφ.)3. (για αστέρια) δύω, δύνω («πότ' ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων», Αίσωπ.).
Dictionary of Greek. 2013.